Η εικόνα της Ελλάδας στη Δανία: διαβάστε το!
Η εφημερίδα Jyllands Posten (12 Μαρτίου) δημοσιεύει ανταπόκριση από την Αθήνα του δημοσιογράφου Per Nyholm με τίτλο «Τα ελληνικά ερείπια», η οποία αναφέρεται στο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας. Ο συντάκτης της ανταπόκρισης θεωρεί ότι η Ελλάδα δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί χώρα πιο ανατολίτικη ακόμη και από την Τουρκία και η άποψή του αυτή βασίζεται στον τρόπο σκέψης και δράσης των Ελλήνων καθώς και στη δυσπιστία που τρέφουν για τη Δύση, η οποία ενδυναμώνεται, πλέον, λόγω των δικαιολογημένων δυτικών απαιτήσεων, οι οποίες τίθενται στη χώρα, με την ελπίδα ότι θα επιλυθούν τα οικονομικά της προβλήματα.
Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, το 1981, μπορούσε κανείς να επισκεφθεί διάφορους πρέσβεις στην Αθήνα και να ακούσει την ίδια επωδό: Οι Έλληνες δεν θα έπρεπε να ενταχθούν στην ΕΕ. Διαφωνούσα και διαφωνώ με το γεγονός. Η Ελλάδα κατάφερε πολλά, λόγω της ένταξής της στην ΕΕ, τα ανατολίτικα χαρακτηριστικά παραμερίζονται, η Ελλάδα εκσυγχρονίζεται και εκσυγχρονίζει, όπως προβλέπεται από την ΕΕ αλλά η ελληνική πολιτική παραμένει, σε μικρότερο βαθμό, σε σχέση με το παρελθόν, ένα παζάρι, στο οποίο παρατηρούνται απάτες σε όλα τα ζητήματα, από τα ελαιόδεντρα μέχρι και τα οικονομικά του κράτους, τα οποία η ΕΕ θα έπρεπε, ήδη, να έχει θέσει υπό έλεγχο. Η τουρκική πολιτική είναι, σε μεγαλύτερο βαθμό, προσηλωμένη στους στόχους της, ενώ τα οικονομικά του κράτους φαίνεται ότι βρίσκονται υπό έλεγχο. Η κακοδιαχείριση, που παρατηρείται στην Αθήνα, είναι αδιανόητη στην Άγκυρα.
Θα εκμεταλλευτούν οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας την ευκαιρία να ανακοινώσουν στην κυβέρνηση ότι δεν θα πρέπει μόνο να θέσει υπό έλεγχο τη δημοσιονομική της πολιτική αλλά και, ως μία προϋπόθεση για τη βοήθεια από την ΕΕ, να επιλύσει και τα προβλήματά της σχετικά με την Κύπρο, τη «Μακεδονία» και την Τουρκία; Ας το ελπίσουμε.
Ας αρχίσουμε με την Τουρκία. Οι σχέσεις των δύο χωρών είναι σχετικά ομαλές αλλά όχι και θερμές. Η Τουρκία αποτελεί καταναγκαστική ψύχωση της Ελλάδας, η οποία ξεκίνησε με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453. Για τον ίδιο λόγο, η Ελλάδα διατηρεί έναν κολοσσιαίο, αναποτελεσματικό και αδικαιολόγητα δαπανηρό αμυντικό σύστημα. Οι Τούρκοι σηκώνουν τους ώμους. Για αυτούς, η Ελλάδα αποτελεί μία ακατάστατη και ελαφρά καθυστερημένη χώρα, η οποία, στην πραγματικότητα δεν τους ενδιαφέρει.
Η «Μακεδονία» αποτελεί μία παρόμοια ψύχωση. Για κάποιος λόγους, η Αθήνα δεν αισθάνεται σίγουρη για αυτά που συμβαίνουν στις βόρειες επαρχίες της χώρας, οι οποίες κατακτήθηκαν τόσο αργά όσο το 1912, με διόλου κολακευτικές, μέχρι τις μέρες μας και προσβλητικές συνέπειες, για τα δικαιώματα των σλαβικών και τουρκικών πληθυσμιακών ομάδων, οι οποίες κατοικούσαν στην περιοχή. Εναλασσόμενες ελληνικές κυβερνήσεις έχουν πείσει την κοινή γνώμη ότι το όνομα του κράτους «Μακεδονία» εμπεριέχει εδαφικές διεκδικήσεις, οι οποίες στρέφονται κατά της ελληνικής Μακεδονίας. Είναι παρανοϊκή η σκέψη ότι η πάμφτωχη «Μακεδονία» θα μπορούσε να αποτελεί απειλή για την Ελλάδα. Προς το παρόν, προβάλλεται το όνομα Βόρεια Μακεδονία ως πιθανή ονομασία του κράτους. Γιατί όχι; Έχουμε ήδη τη Νότια Αφρική.
Για το τέλος, έχουμε αφήσει την Κύπρο, της οποίας η διχοτόμηση οφείλεται, ουσιαστικά στην ακραία εθνικιστική διακυβέρνηση, η οποία, μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, το 1960, εφαρμόσθηκε από τους Ελληνοκύπριους, υπό τη διοίκηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και η οποία έφθασε στο ζενίθ της με την ελληνική προσπάθεια επιβολής στρατιωτικής δικτατορίας, το 1974, που είχε ως στόχο την ένωση με την Ελλάδα. Στη συνέχεια, η Τουρκία έκανε χρήση, όπως ήταν αναμενόμενο, του δικαιώματός της, το οποίο προβλεπόνταν από τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, να προστατεύσει με στρατιωτικά μέσα τη τουρκική μειονότητα του νησιού.
Από τότε, η Κύπρος είναι διαιρημένη και δεν είναι δυνατόν να λεχθεί με αρκετή σαφήνεια ότι η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση της Λευκωσίας, η οποία αναγνωρίζεται από την ΕΕ, δεν εκπροσωπεί όλο το νησί. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από την απόφαση των Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους Τουρκοκυπρίους, απέρριψαν, το 2004, το σχέδιο Annan, το οποίο προέβλεπε την επανένωση της Κύπρου, στο πλαίσιο μιας χαλαρά οργανωμένης ομοσπονδίας.
De facto, έχουν δημιουργηθεί, πλέον, δύο κράτη, η επανένωση των οποίων θα αποτελέσει, μεν, ευχάριστο νέο, δεν θα μπορέσει, όμως, να επιτευχθεί, εφόσον οι Ελληνοκύπριοι, έχοντας την αυτόματη υποστήριξη της Ελλάδας και της ΕΕ, αρνούνται την είσοδο των Τουρκοκυπρίων στη διεθνή κοινότητα και στην ΕΕ.
Δεν βρίσκεται στα ερείπια μόνο η ελληνική οικονομία. Και το διπλωματικό τοπίο φαίνεται ζοφερό. Έχει έλθει, πλέον, το πλήρωμα του χρόνου, προκειμένου να ανακοινώσει η ΕΕ στην Αθήνα ότι αυτές οι άλυτες διαμάχες, οι οποίες χρησιμοποιούνται από οπορτουνιστές πολιτικούς, πρέπει να λυθούν με συμβιβασμούς.
Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, το 1981, μπορούσε κανείς να επισκεφθεί διάφορους πρέσβεις στην Αθήνα και να ακούσει την ίδια επωδό: Οι Έλληνες δεν θα έπρεπε να ενταχθούν στην ΕΕ. Διαφωνούσα και διαφωνώ με το γεγονός. Η Ελλάδα κατάφερε πολλά, λόγω της ένταξής της στην ΕΕ, τα ανατολίτικα χαρακτηριστικά παραμερίζονται, η Ελλάδα εκσυγχρονίζεται και εκσυγχρονίζει, όπως προβλέπεται από την ΕΕ αλλά η ελληνική πολιτική παραμένει, σε μικρότερο βαθμό, σε σχέση με το παρελθόν, ένα παζάρι, στο οποίο παρατηρούνται απάτες σε όλα τα ζητήματα, από τα ελαιόδεντρα μέχρι και τα οικονομικά του κράτους, τα οποία η ΕΕ θα έπρεπε, ήδη, να έχει θέσει υπό έλεγχο. Η τουρκική πολιτική είναι, σε μεγαλύτερο βαθμό, προσηλωμένη στους στόχους της, ενώ τα οικονομικά του κράτους φαίνεται ότι βρίσκονται υπό έλεγχο. Η κακοδιαχείριση, που παρατηρείται στην Αθήνα, είναι αδιανόητη στην Άγκυρα.
Θα εκμεταλλευτούν οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας την ευκαιρία να ανακοινώσουν στην κυβέρνηση ότι δεν θα πρέπει μόνο να θέσει υπό έλεγχο τη δημοσιονομική της πολιτική αλλά και, ως μία προϋπόθεση για τη βοήθεια από την ΕΕ, να επιλύσει και τα προβλήματά της σχετικά με την Κύπρο, τη «Μακεδονία» και την Τουρκία; Ας το ελπίσουμε.
Ας αρχίσουμε με την Τουρκία. Οι σχέσεις των δύο χωρών είναι σχετικά ομαλές αλλά όχι και θερμές. Η Τουρκία αποτελεί καταναγκαστική ψύχωση της Ελλάδας, η οποία ξεκίνησε με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453. Για τον ίδιο λόγο, η Ελλάδα διατηρεί έναν κολοσσιαίο, αναποτελεσματικό και αδικαιολόγητα δαπανηρό αμυντικό σύστημα. Οι Τούρκοι σηκώνουν τους ώμους. Για αυτούς, η Ελλάδα αποτελεί μία ακατάστατη και ελαφρά καθυστερημένη χώρα, η οποία, στην πραγματικότητα δεν τους ενδιαφέρει.
Η «Μακεδονία» αποτελεί μία παρόμοια ψύχωση. Για κάποιος λόγους, η Αθήνα δεν αισθάνεται σίγουρη για αυτά που συμβαίνουν στις βόρειες επαρχίες της χώρας, οι οποίες κατακτήθηκαν τόσο αργά όσο το 1912, με διόλου κολακευτικές, μέχρι τις μέρες μας και προσβλητικές συνέπειες, για τα δικαιώματα των σλαβικών και τουρκικών πληθυσμιακών ομάδων, οι οποίες κατοικούσαν στην περιοχή. Εναλασσόμενες ελληνικές κυβερνήσεις έχουν πείσει την κοινή γνώμη ότι το όνομα του κράτους «Μακεδονία» εμπεριέχει εδαφικές διεκδικήσεις, οι οποίες στρέφονται κατά της ελληνικής Μακεδονίας. Είναι παρανοϊκή η σκέψη ότι η πάμφτωχη «Μακεδονία» θα μπορούσε να αποτελεί απειλή για την Ελλάδα. Προς το παρόν, προβάλλεται το όνομα Βόρεια Μακεδονία ως πιθανή ονομασία του κράτους. Γιατί όχι; Έχουμε ήδη τη Νότια Αφρική.
Για το τέλος, έχουμε αφήσει την Κύπρο, της οποίας η διχοτόμηση οφείλεται, ουσιαστικά στην ακραία εθνικιστική διακυβέρνηση, η οποία, μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, το 1960, εφαρμόσθηκε από τους Ελληνοκύπριους, υπό τη διοίκηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και η οποία έφθασε στο ζενίθ της με την ελληνική προσπάθεια επιβολής στρατιωτικής δικτατορίας, το 1974, που είχε ως στόχο την ένωση με την Ελλάδα. Στη συνέχεια, η Τουρκία έκανε χρήση, όπως ήταν αναμενόμενο, του δικαιώματός της, το οποίο προβλεπόνταν από τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, να προστατεύσει με στρατιωτικά μέσα τη τουρκική μειονότητα του νησιού.
Από τότε, η Κύπρος είναι διαιρημένη και δεν είναι δυνατόν να λεχθεί με αρκετή σαφήνεια ότι η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση της Λευκωσίας, η οποία αναγνωρίζεται από την ΕΕ, δεν εκπροσωπεί όλο το νησί. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από την απόφαση των Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους Τουρκοκυπρίους, απέρριψαν, το 2004, το σχέδιο Annan, το οποίο προέβλεπε την επανένωση της Κύπρου, στο πλαίσιο μιας χαλαρά οργανωμένης ομοσπονδίας.
De facto, έχουν δημιουργηθεί, πλέον, δύο κράτη, η επανένωση των οποίων θα αποτελέσει, μεν, ευχάριστο νέο, δεν θα μπορέσει, όμως, να επιτευχθεί, εφόσον οι Ελληνοκύπριοι, έχοντας την αυτόματη υποστήριξη της Ελλάδας και της ΕΕ, αρνούνται την είσοδο των Τουρκοκυπρίων στη διεθνή κοινότητα και στην ΕΕ.
Δεν βρίσκεται στα ερείπια μόνο η ελληνική οικονομία. Και το διπλωματικό τοπίο φαίνεται ζοφερό. Έχει έλθει, πλέον, το πλήρωμα του χρόνου, προκειμένου να ανακοινώσει η ΕΕ στην Αθήνα ότι αυτές οι άλυτες διαμάχες, οι οποίες χρησιμοποιούνται από οπορτουνιστές πολιτικούς, πρέπει να λυθούν με συμβιβασμούς.
Σχόλια